- μπράντος
- (I)οειδική κίνηση στην ξιφασκία.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. brando «ξίφος, μαχαίρι»].————————(II)μπράντος, ὁ, και μπράντο τὸ καί πράντος, ὁ καὶ πράντο, τὸ (Μ)το πλευρό τού καραβιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. brando].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.